- μοιρογνωμόνιο
- Όργανο, απλούστερο από το γωνιόμετρο, το οποίο χρησιμοποιείται για τη μέτρηση γωνιών όταν δεν απαιτείται μεγάλη ακρίβεια. Το μ. αποτελείται από ένα ημικύκλιο ή έναν κύκλο, από διαφανές συνήθως υλικό. Μερικά έχουν δύο λεπτούς δείκτες που στρέφονται γύρω από το κέντρο. Οι δείκτες τοποθετούνται έτσι ώστε να σχηματίζουν τη γωνία που πρόκειται να μετρήσουμε. Η ανάγνωση του ανοίγματος της γωνίας γίνεται στην περιφερειακή ζώνη του οργάνου, όπου είναι χαραγμένη μια βαθμονομημένη κλίμακα μοιρών.
* * *το (Α μοιρογνωμόνιον)νεοελλ.γεωμετρικό όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση τού ανοίγματος τών γωνιώναρχ.1. δείκτης στον δίσκο τής διόπτρας2. αστρονομικό όργανο που μεταχειριζόταν ο Πτολεμαίος για μέτρηση τών μοιρών.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + γνωμόνων (< γνώμων)].
Dictionary of Greek. 2013.